- εκθήλυνση
- η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις)το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικείααρχ.μεταβολή προς τη μαλθακότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκθήλυνση — η η απόκτηση από αρσενικό τρόπων που ταιριάζουν σε θηλυκό, θηλυπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] … Dictionary of Greek
απογυναίκωσις — ἀπογυναίκωσις, η (Α) εκθήλυνση … Dictionary of Greek
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek
θήλυσμα — θήλυσμα, τὸ (Α) [θηλύνω] η εκθήλυνση, η θηλυπρέπεια … Dictionary of Greek
μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… … Dictionary of Greek
μαλθακότητα — η (Α μαλθακότης, ητος) [μαλθακός] μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα νεοελλ. εκθήλυνση, θηλυπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ μαλθακότης τοῡ ἐδάφους» η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος … Dictionary of Greek
συνεκθηλύνω — Α συνεργώ σε εκθήλυνση («αἱ χροαὶ τρυφερὸν ἔχουσαί τι συνεκθηλύνουσι τοὺς μεταχειριζομένους», Κλέαρχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθηλύνω «καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή»] … Dictionary of Greek
ωραϊσμός — ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ [ὡραΐζω, ομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωραΐζω, εξωραϊσμός μσν. αρχ. ομορφιά, ωραιότητα αρχ. μτφ. α) εκθήλυνση β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα … Dictionary of Greek